-
1 απολήψη
-
2 ἀπολήψῃ
-
3 εὐαγγέλιον
εὐαγγέλ-ιον, τό,A reward of good tidings, given to the messenger,εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω Od.14.152
; οὐ.. εὐ. τόδε τείσω ib. 166; ἀπολήψῃ τὸ εὐ. Plu.Demetr.17: in [dialect] Att. always in pl., εὐαγγέλια θύειν to make a thank-offering for good-tidings, Isoc.7.10, Men. Pk. 415;εὐ. θύειν ἑκατὸν βοῦς τῇ θεῷ Ar.Eq. 656
; ἐβουθύτει ὡς εὐ. X. HG4.3.14;εὐαγγελίων θυσίαι Aeschin.3.160
; εὐ. στεφανοῦν, ἀναδῆσαί τινα, to crown one for good news brought, Ar.Eq. 647, Pl. 765;ἐστεφανωμένη ἐπ' εὐαγγελίοις Plu.Sert.11
, cf. Supp.Epigr.1.362.7 (Samos, iv B.C.).II good tidings, good news, in pl., LXX 2 Ki.4.10, Cic.Att.2.3.1, 13.40.1, Inscr.Prien.105.40 (i B.C.): sg., J.BJ2.17.4, Luc.Asin.26, App.BC3.93, Sammelb. 421 (iii A.D.).2 in Christian sense, the gospel, Ep.Gal.1.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγγέλιον
См. также в других словарях:
απόληψη — Οικονομικός όρος που συνίσταται στην είσπραξη χρηματικών ποσών του επιχειρηματία ως ιδιώτη από την επιχείρησή του. Το νομότυπο της α. συναρτάται με πλήθος τυπικές διαδικασίες, αλλιώς μπορεί να στοιχειοθετήσει αστικά αλλά και ποινικά αδικήματα… … Dictionary of Greek
απόληψη — η μερική είσπραξη καταθέσεων σε τράπεζες: Παρατήρησαν πως εκείνον το μήνα είχε κάνει σημαντικές απολήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολήψῃ — ἀπολήψηι , ἀπόληψις intercepting fem dat sg (epic) ἀπολαμβάνω take fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρομετάλλευμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα σιδηρομεταλλεύματα γεωλ. πετρώματα ή αποθέσεις που περιέχουν ορυκτά από τα οποία μπορεί να γίνει απόληψη σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iron ore < iron «σίδηρος» + ore «μετάλλευμα»] … Dictionary of Greek
σογιέλαιο — το, Ν χημ. φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη ή εκχύλιση τών σπερμάτων τής σόγιας, τα οποία τό περιέχουν σε μεγάλη αναλογία, και χρησιμοποιείται ύστερα από εξευγενισμό ως εδώδιμο είτε αυτούσιο είτε σε ανάμιξη με ελαιόλαδο είτε υπό τη μορφή… … Dictionary of Greek
τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… … Dictionary of Greek