Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀπολήψῃ τὸ εὐ

См. также в других словарях:

  • απόληψη — Οικονομικός όρος που συνίσταται στην είσπραξη χρηματικών ποσών του επιχειρηματία ως ιδιώτη από την επιχείρησή του. Το νομότυπο της α. συναρτάται με πλήθος τυπικές διαδικασίες, αλλιώς μπορεί να στοιχειοθετήσει αστικά αλλά και ποινικά αδικήματα… …   Dictionary of Greek

  • απόληψη — η μερική είσπραξη καταθέσεων σε τράπεζες: Παρατήρησαν πως εκείνον το μήνα είχε κάνει σημαντικές απολήψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολήψῃ — ἀπολήψηι , ἀπόληψις intercepting fem dat sg (epic) ἀπολαμβάνω take fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρομετάλλευμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα σιδηρομεταλλεύματα γεωλ. πετρώματα ή αποθέσεις που περιέχουν ορυκτά από τα οποία μπορεί να γίνει απόληψη σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iron ore < iron «σίδηρος» + ore «μετάλλευμα»] …   Dictionary of Greek

  • σογιέλαιο — το, Ν χημ. φυτικό έλαιο που λαμβάνεται με έκθλιψη ή εκχύλιση τών σπερμάτων τής σόγιας, τα οποία τό περιέχουν σε μεγάλη αναλογία, και χρησιμοποιείται ύστερα από εξευγενισμό ως εδώδιμο είτε αυτούσιο είτε σε ανάμιξη με ελαιόλαδο είτε υπό τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»